εκχυδαΐζομαι

εκχυδαΐζομαι
εκχυδαΐζομαι, εκχυδαΐστηκα, εκχυδαϊσμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκχυδαΐζω — 1. κάνω κάτι εντελώς χυδαίο («εκχυδαΐζει τη γλώσσα») 2. παθ. εκχυδαΐζομαι γίνομαι χυδαίος 3. εκλαϊκεύω, υπεραπλουστεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”